ΠΕΡΙΑΓΩΓΗ
περιαγωγή
περι-ᾰγωγή
ἡ
1) (круго)вращение (τοῦ οὐρανοῦ Arst.; τῶν ἀστέρων Plut.) ; круговое движение, круг
(τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.)
2) поворотливость, маневренность
(τριήρεις πρὸς τάχος καὴ περιαγωγέν ἄριστα κατεσκευασμέναι Plut.)
3) уловка, изворотливость
(καμπέ καὴ π. Plut.)
4) поглощенность, занятость
(π. τῶν χρειῶν Plut.)