НЕЗНАЧИТЕЛЬНОСТЬЫЙ
незначительность||ыйприл
1. (небольшой) ἀσήμαντος, μικρός / εὐτελής (о сумме):
~ое большинство ἡ ἀσήμαντη πλειοψηφία· ~ые результаты τά πενιχρά ἀποτελέσματα·
2. (маловажный, тж. посредственный) ἀσήμαντος, ἄσημος, μηδαμινός:
~ое лицо τό ἀσήμαντο πρόσωπο· ~ый факт τό ἐπουσιώδες γεγονός.