СТЕИА
стеи||аж ὁ τοίχος, τό ντουβάρι, τό μουράγιο:
городская ~ τά τείχη τής πόλης· воздвигнуть стену κτίζω τείχος· ~ комнаты ὁ τοίχος τοῦ δωματίου· окружить ~ой περιτειχίζω· ◊ в четырех ~ах κλεισμένος μέσα (στό σπίτι)· припереть, прижать кого-л. к ~е κολλώ κάποιον στον τοίχο, στριμώχνω κάποιον лезть на стену γίνομαι ἔξαλλος.