Значение слова "КРЕП!КИЙ" найдено в 1 источнике

КРЕП!КИЙ

найдено в "Русско-новогреческом словаре"
креп!|кийприл 1. (твердый, прочный) στερεός, γερός: ~кая ткань τό στερεό ὑφασμα· ~ орех τό σκληρό καρύδἰ 2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός: ~ организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· ~ человек ὁ γερός ἀνθρωπος· ~кое здоровье ἡ δυνατή κράση· ~ мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще ~ старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του· 3. (насыщенный) δυνατός: ~ чай τό δυνατό τσάἰ· ~ кофе ὁ βαρύς καφές· ~ табак ὁ σέρτικος καπνός· ~кие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ ~ сон ὁ βαθύς ὑπνος· ~кие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· ~кое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα.
T: 54