НАДЛЕЖАЩИИ
надлеж||ащииприл πρέπων, κατάλληλος, δέων. в ~ащий срок στήν ὁρισμένη προθεσμία· в ~ащее время στήν κατάλληλη στιγμή· ~ащим образом ὀπως ἀρμόζει, ὀπως πρέπει· в ~ащем порядке μέ τόν κανονικό τρόπο, κανονικά· принять ~ащие меры παίρνω τά κατάλληλα μέτρα.