ΠΙΜΠΡΗΜΙ
πίμπρημι
πίμπρημι, πιμπράω
(impf. ἐπίμπρην, fut. πρήσω, aor. ἔπρησα, pf. πέπρηκα; inf. πιμπράναι; pass.: aor. ἐπρήσθην, pf. πέπρη(σ)μαι) жечь, воспламенять, сжигать (τι πυρός Hom. и τι πυρί Soph.; πόλιν Aesch.) ; pass. быть сжигаемым Arph., заболевать воспалением
(πίμπρασθαι ἢ καταπίπτειν νεκρόν NT.) или распаляться гневом (ἐπί τινι Luc.)